νηρός

Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

English (LSJ)

ά, όν, of fish,

   A = νεαρός, fresh, PCair.Zen.616 (iii B.C.), Xenocr. ap. Orib.2.58.63; cf. ἡμίνηρος.    II νηρόν, τό, or νηρός, ὁ, water, OGI201.21 (Nubia, vi A.D.), cf. Phryn.29; acc. sg. written τὸν νιρόν PSI3.165.3 (vi A.D.); cf. Mod.Gr. νερό.    2 f.l. for νειρός in Lyc.896, glossed κάθυγρος, Suid.s.v. νηρίτης (interpol.), but ταπεινός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηρός: -όν, συνῃρημ. ἐκ τοῦ νεαρός, = πρόσφατος, ἀκραιφνής, - οὐσ. τὸ νηρόν, δηλ. ὕδωρ, πρόσφατον ἢ ψυχρὸν ὕδωρ ἄρτι κομισθὲν ἐκ τῆς πηγῆς, Φρύν. 42, CIG 5072, 20, Στουδ. 1785Α, (πρβλ. Γαλην. 6, 438F ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδατι προσφάτῳ)· - ὡσαύτως, νερόν, Ἀποφθέγμ. Πατέρων, Λεόντ. Κύπρ. 1713C, Κ. Πορφυφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 77, 13, Ἔκθεσ. Βασ. Τάξ. 466, 17, Ἐτυμ. Μέγ. 597, 47 κἑξ., Ἐτυμ. Γουδ. 406, 23.

Greek Monolingual

νηρός, -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)
(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) τὸ νηρόν και νηρός
νερό φρέσκο και δροσερό, νερό της πηγής
αρχ.
(για ψάρια) νωπός, φρέσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (βλ. και λ. νερό)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: fresh, of fish, ἡμί-νηρος "halffresh", i.e. lightly salted; also of water: τὸ νηρόν (ὁ νηρός) (fresh) water (hell.), NGr. νερό.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Contrated from νεαρός (Schwyzer 250), s. νέος and Kretschmer Glotta 15, 64.