οἶσος

Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

English (LSJ)

(Ael.Dion.Fr.76) or οἰσός, ὁ,

   A withy, Vitex Agnus-castus, the twigs of which served for wickerwork, ropes, etc., Thphr.HP3.18.1, 6.2.2, etc.: neut. οἶσον, = σχοινίον, Hsch.: perh. cf. οὖσον.

German (Pape)

[Seite 312] ὁ, oder οἰσός, ein weidenartiger Strauch, wie λύγος (s. das Vorige), dessen Zweige zu Flechtwerk und Stricken benutzt wurden, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἶσος: ἢ οἰσός, ὁ, εἶδος ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, σχοινίων, κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = σχοινίον, Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).

Greek Monolingual

οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < FοιτFος με τροπή του συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. Fοι-τυ-α, όπου η τροπή του τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.

Frisk Etymological English

(-ός)
Grammatical information: m.
Meaning: kind of wicker, chasteberry (Thphr., Ael. Dion.).
Compounds: οἰσό-καρπον n. fruit of the οἶ. (sch., Eust.; on the neutr. cf. on βού-τυρον).
Derivatives: οἶσον = σχοινίον H.; οἶσαξ, -ακος f. kind of willow (Gp.); on the formation Strömberg Pfl.namen 78. -- Besides οἰσύ-α -η f. λύγος, willow' (Poll.), οἰ. ἀγρία = ἑλξίνη (Ps.-Dsc.), with οἰσυουργός m. basketmaker (Eup.), τὰ οἴσυα n. pl. "the basketry" = basket market (Lycurg.), οἰσύ-ινος made of οἰ. (ε 256, Th.).
Origin: IE [Indo-European] [1120] *u̯ei-t- wind, bend; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *Ϝοι-τϜ-ος resp. *Ϝοι-τύ-α, enlargements of *Ϝοι-τυ-, which is with tu-suffix and old o-ablaut derived from the IE verb u̯ei-'wind, bend'; s. ἰτέα, ἴτυς, with lit. An i-lengthening is seen in OCS větv-ъ f. branch from *u̯oi-tu̯-i-. On the formation Schwyzer 506 a. 472, Chantraine Form. 103, on τυ > συ Schwyzer 272. - The form in -υα does not look very IE; is the word Pre-Greek? Also οἶσαξ looks Pre-Greek.