βραχίονας

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM βραχίων)
1. το μέρος του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο
2. ολόκληρο το χέρι
νεοελλ.
1. κάθε εξάρτημα μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα
2. διακλάδωση ποταμού, ιδίως κοντά στις εκβολές
μσν.
βράχος
αρχ.
1. η ωμοπλάτη
2. φρ. α. «ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ» β. «ἐκ βραχιόνων» με τη δύναμη του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για τη λ. βραχίων δεν υπάρχει αντίστοιχος τ. της Ινδοευρωπαϊκής. Αν όμως ληφθεί υπ' όψιν η αρχική της σημ. «ωμοπλάτη», τότε είναι πιθανή η ετυμολ. του γραμματικού Πολυδεύκη (2ος μ. Χ. αιώνας), κατά τον οποίο η λ. ονομάστηκε έτσι «ότι εστί του πήχεως βραχύτερος», δεδομένου ότι το βραχίων είναι συγκριτικός βαθμός του επιθ. βραχύς. Στην αρχαία Ελληνική ο βραχίων δηλωνόταν επίσης με τις λέξεις αγκών και πήχυς (στους ποιητές). Στο βραχίων ανάγεται εξάλλου και η αντιδάνεια λ. μπράτσο (< βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων). Το λατ. bracchium, απ' όπου και το γαλλ. bras, είναι δάνειο από την Ελληνική].