ἐσθής

Revision as of 14:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ῆτος, Dor. ἐσθάς, ᾶτος, Pi.P.4.79, 253, ἡ, acc.

   A ἐσθήν SIG 1215.7 (Myconos, iii/ii B.C.) : (ἕννυμι):—clothing, raiment, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες Od.5.38 ; χρηστηρία ἐ. the dress of prophetesses, A.Ag.1270 ; Ἀργολὶς ἐ. Id.Supp.237 ; μετρίᾳ ἐσθῆτι χρήσασθαι to dress simply, Th.1.6 : καθαρὰ ἐ., = Lat. toga pura, Nic. Dam.Fr.127 J. ; τὴν ἐσθῆτα μεταβαλεῖν, = Lat. mutare vestem, put on mourning, D.C.37.33 (but τὰς ἐσθῆτας μεταβαλέσθαι Plu.Pomp.59) : in pl., of the clothes of several persons, A.Th.872 (anap.) ; of one, E. Hel.421 : abstract pl., πλούτους καὶ τρυφὰς καὶ ἐσθῆτας Pl.Alc.1.122c, cf. cj. in Arist.Rh.1386a32, dub. in Pl.Grg.465b.    II collectively, clothes, ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω, i.e. the clothes just washed, Od.7.6 ; ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς 23.290 ; τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον κατηρείκοντο Hdt.3.66, cf. X.An.3.1.19 : rarely in later Gr., Plu.CG2, PThead.49.4(iv A.D.), POxy.2110.5 (iv A.D.).    III metaph., ἐ. τῆς πόλεως, of walls, Demad.Fr.4.

German (Pape)

[Seite 1042] ῆτος, ἡ (ἕννυμι, vgl. ἔσθος, vestis), Kleid, Kleidung; in der Od. gew. kollecliv, die Kleider, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες, 5, 38 u. öfter; vgl. 1, 165; so auch Folgde, wie noch Xen. An. 3, 1, 18 κτήνη, χρυσόν, ἐσθῆτα vrbdt; von Teppichen ist Od. 23, 290 ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς zu verstehen; Pind. P. 4, 79. 253; χρηστηρία, das Gewand der Seherinn, Aesch. Ag. 1243; Ἀργολίς, Suppl. 234; μετρίᾳ ἐσθῆτι ἐχρήσαντο, eine einfache Kleidung, Thuc. 1, 6. Seltener bei Sp., τὰς πόλεις ἐσθῆτα τοῖς στρατιώταις αἰτεῖν, auch kollektiv, Plut. C. Gracch. 2. – Der plur. von den Kleidern einer Person, Eur. Hel. 421; von denen mehrerer, Aesch. Spt. 871; Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσθής: ῆτος, Δωρ. ἐσθάς, ᾶτος, ἡ, (ἴδε ἕννυμι): - ἐνδυμασία, ἔνδυμα, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες, «ἐσθῆτα... ἀντὶ τοῦ ἐσθῆτας» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 38· χρηστηρία ἐσθής, τὸ ἔνδυμα προφήτιδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1270· Ἀργολὶς ἐσθής, Ἀργολικὴ ἐνδυμασία, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 237· μετρία ἐσθής, ἁπλῆ ἀπέριττος ἐνδυμασία, Θουκ. 1. 6· κατὰ πληθ., τὰ ἐνδύματα πολλῶν ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 871, Πλάτ. Ἀλκ. (Πρῶτος) 122Ε· ἀλλ’ ἑνὸς μόνου, Εὐρ. Ἑλ. 421. ΙΙ. περιληπτικῶς, ἐνδύματα, ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω, δηλ. τὰ ἀρτίως πλυθέντα ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 6· ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς Ψ. 290· τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19. ΙΙΙ. μεταφορ., = τεῖχος, ἐσθής τῆς πόλεως Δημάδης παρ’ Ἀθήν. 99D.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
1 vêtement, habit ; au sg. collect. des vêtements ; particul. linge, comme la partie principale du vêtement;
2 p. ext. tout ce qui sert à envelopper, couverture de lit.
Étymologie: R. Ϝεσ, vêtir ; cf. ἕννυμι.

English (Autenrieth)

ῆτος (ϝεσθ.): clothing, clothes, Od. 1.165, Od. 6.74; ‘bedding,’ Od. 23.290. (Od.)

English (Strong)

from hennumi (to clothe); dress: apparel, clothing, raiment, robe.

English (Thayer)

ἐσθητος, ἡ (from ἕννυμι, ἕσθην, hence, it would be more correctly written ἐσθής (so elz in Luke), cf. Kühner, i., p. 217,3), formerly Φεσθης (cf. Latin vestis, German Weste, English vest, etc.), clothing, raiment, apparel: L T Tr WH; R G; Homer down.)

Greek Monotonic

ἐσθής: -ῆτος, Δωρ. ἐσθάς, -ᾶτος, ἡ (ἕννυμι),·
I. ένδυμα, ρούχα, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., λέγεται για τα ρούχα πολλών ανθρώπων, σε Αισχύλ.
II. περιληπτικά, ενδύματα, ρούχα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσθής: ῆτος, дор. ἐσθάς, ᾶτος ἡ
1) одеяние, одежда, платье Arst., Plut.: χρηστηρία ἐ. Aesch. одежды предсказательницы, т. е. Кассандры; μετρία ἐ. Thuc. простое платье; τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα Her. вся одежда, какая была (на них);
2) белье: ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω Hom. (братья Навсикаи) внесли (выстиранное ею) белье в дом;
3) постель: ἐντύνειν εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς Hom. приготовить ложе с мягкой постелью.

Frisk Etymological English

ἔσθος See also: s. ἕννυμι.

Middle Liddell

ἐσθής, ῆτος, ἕννυμι
I. dress, clothing, raiment, Hom., Hdt., attic; in pl., of the clothes of several persons, Aesch.
II. collectively, clothes, Od., Hdt.

Frisk Etymology German

ἐσθής: ἔσθος
{esthḗs}
Meaning: Kleid
See also: s. ἕννυμι.
Page 1,574