злобный
Russian > Greek
ἄχρηστος, ζαμενής, κοτεινός, κακοποιός, βάσκανος, βασκαντικός, ἀταρτηρός, ἀρρηνής, κακόθροος, κακόθρους, ἰσχυρός, κελαινώπης, κελαινώπας, δύσκολος, ὑπόθερμος, ἀπαρηγόρητος, λευγαλέος, δριμύς
ἄχρηστος, ζαμενής, κοτεινός, κακοποιός, βάσκανος, βασκαντικός, ἀταρτηρός, ἀρρηνής, κακόθροος, κακόθρους, ἰσχυρός, κελαινώπης, κελαινώπας, δύσκολος, ὑπόθερμος, ἀπαρηγόρητος, λευγαλέος, δριμύς