хитрость
Russian > Greek
κατασκεύασμα, σκευωρία, πολυτροπία, πολυτροπίη, συστροφία, τέχνη, τέχνα, δολοφροσύνη, μεθοδεία, περιτέχνησις, ἀπάτη, ἀπάτα, ἀπάτημα, δριμύτης, ὑπαγωγή, δόλος, τέχνημα, ποικιλία, σκαλαθυρμάτιον, δόλωμα, πανουργία, δόλωσις, τέχνασμα, κερδοσύνη