обеспечивать
Russian > Greek
προσμηχανάομαι ;; συμπαρέχω ;; ἐκπορίζω ;; ἐμπεδόω ;; παραφυλάσσω ;; παραφυλάττω ;; ἀσφαλίζω ;; ἐκβεβαιόομαι ;; ἐξασφαλίζομαι ;; προβλέπομαι ;; ἐφοδιάζω ;; ἐποδιάζω ;; προστατεύω ;; ὀχυρόω ;; βεβαιόω ;; ἐπιμελέομαι ;; φυλάσσω