κωτίλος
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A chattering, babbling, Thgn.295, S.Fr.683.3; of women, Theoc.15.89; κωτίλε (-ιλλε codd.) 'chatterbox', gloss on τέττα, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B.; of the swallow, twittering, Anacr.154, Simon.243; generally, of animals, vocal, opp. σιγηλός, Arist.HA488a33. II metaph., lively, expressive, ῥήματα Theoc. 20.7; ὄμμα κ. speaking eye, AP5.130 (Phld.); persuasive, φίλτρα ib.7.221; κ. ἁρμονία, μουσική, babbling, i.e. light, music, D.H.Dem. 49, Plu.2.1136b; κῶλα πολὺ τὸ κ. ἔχοντα D.H.Dem.40; κωτίλας ἄνακτα μοίσας IG42(1).130.16 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 1547] (κόπτω? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), geschwätzig, plauderhaft, bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosend; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἀνήρ Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Thiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ λάλος D. Hal. 6, 70; καὶ φιλόφωνος Plut. adv. Col. 29; κωτίλη ἁρμονία D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., spottend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωτίλος: -η, -ον, φλύαρος, πολυλόγος, ἀδολέσχης, Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, λάλος, Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. κωτιλάς)· καὶ οὕτω καθόλου ἐπὶ ζῴων, ἅπερ ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., ζωηρός, ἐκφραστικός, ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα αὐτόθι 7. 221· κ. ἁρμονία, μουσική, οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 qui babille;
2 fig. qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.
Étymologie: DELG sans étym.
Greek Monolingual
κωτίλος, -η, -ον (Α)
1. φλύαρος
2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.)
3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.)
4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ίλος, κατά το ποικίλος).
Greek Monotonic
κωτίλος: -η, -ον,
I. λέγεται για χελιδόνι, φλύαρος, πολυλογάς, αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ομιλητικός, Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.
II. μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κωτίλος: (ῐ)
1) говорливый, болтливый или щебечущий Theocr., Soph., Arst.;
2) выразительный, многоговорящий (ῥήματα Theocr.; ὄμμα Anth.);
3) манящий, соблазнительный (φίλτρα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωτίλος -η -ον praatgraag:; τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; wat gaat het jou aan of wij praatgraag zijn? Theocr. Id. 15.89; verleidelijk:. κωτίλα ῥήματα verleidelijke woorden Theocr. Id. 20.7.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: chattering, babbling (Thgn., Arist.); -άς f. Boeot. name of the swallow (Stratt.).
Derivatives: κωτίλλω chatter (Hes., D.H.); κωτιλίζω id. (Call.); κωτιλία chattering (Gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as ποικίλος a. o. (Schwyzer 484 f., Chantraine Formation 248) without etymology. Proposals in Bq and WP. 1, 384.
Middle Liddell
κωτίλος, η, ον [from κωτίλλω
I. of a swallow, twittering, Anacr., etc.: of persons, chattering, prattling, babbling, Lat. garrulus, Theogn., Theocr.
II. metaph. lively, expressive, Theocr., Anth.
Frisk Etymology German
κωτίλος: {kōtílos}
Forms: -άς f. böot. N. der Schwalbe (Stratt.).
Meaning: schwätzend (ep. poet. seit Thgn., auch Arist. u. sp. Prosa);
Derivative: Davon κωτίλλω schwätzen (ep. poet. seit Hes., D.H.); κωτιλίζω ib. (Kall.); κωτιλία Schwätzerei (Gloss.).
Etymology : Bildung wie ποικίλος u. a. (Schwyzer 484 f., Chantraine Formation 248) ohne Etymologie. Vergebliche Versuche sind bei Bq und WP. 1, 384 notiert.
Page 2,64