αἴκισμα

Revision as of 10:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A outrage, torture, A.Pr.989, Lys.6.26:— in pl. -ίσματα νεκρῶν mutilated corpses, E.Ph.1529.

Greek (Liddell-Scott)

αἴκισμα: -ατος, τό, κάκωσις, βάσανος, Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mauvais traitement, torture.
Étymologie: αἰκίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
tortura, tormento οὐκ ἔστιν αἴκισμ' οὐδὲ μηχάνημ' ὅτῳ προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε no hay tormento ni medio con que me fuerce Zeus a que pregone esto A.Pr.989, οὐ μόνον τὸν θάνατον ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ καὶ τὰ ... αἰκίσματα Lys.6.26, cf. 1Ep.Clem.6.2, Poll.6.183
αἰκίσματα νεκρῶν cuerpos mutilados E.Ph.1529.

Greek Monotonic

αἴκισμα: -ατος, τό, βλάβη, κακοποίηση, μαρτύριο, τυραννία, βασανιστήριο, σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἴκισμα: ατος τό
1) насилие, истязание Aesch., Lys.;
2) увечье, рана: οὐλόμενα αἰκίσματα Eur. смертельные раны.

Middle Liddell

[from αἰκίζω
an outrage, torture, Aesch.:—in pl. mutilated corpses, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἴκισμα -ατος, τό αἰκίζω
1. mishandeling, marteling.
2. object van mishandeling\n of verminking :. αἰκίσματα νεκρῶν verminkte lijken Eur. Phoen. 1529.