ἀπέρεισις

Revision as of 12:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A leaning upon, pressure, resistance, Pl.Cra.427a; ἀ. πρὸς τὰς χεῖρας Arist.IA705a18, cf. Pr.885b1.    II infliction, τιμωρίας Plu.2.1130d.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, das Aufstützen, Feststämmen, Plat. Crat. 427 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἀπερείδεσθαι ἐπί τινος, στηρίζεσθαι, πίεσις, ἀντίστασις, Πλάτ. Κρατ. 427Α· ἀντ. πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 3, Προβλ. 5. 40, 6. ΙΙ. ἐπιβολή, τιμωρίας Πλούτ. 2. 1130D.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 presión, apoyo τῆς γλώττης Pl.Cra.427a, cf. Arist.IA 705a18, Pr.885b1, ἀ. ἐπὶ τοὺς ὤμους Eleazarus en Eus.PE 8.9.21
fig. ἐπὶ θηρία ... τὴν ἀ. πεποίηνται Eleazarus en Eus.PE 8.9.10.
2 inflicción τιμωρίας Plu.2.1130d.

Greek Monolingual

ἀπέρεισις, η (Α) απερείδω
1. στήριξη, αντίσταση, ανθεκτικότητα
2. επιβολή (ἀπέρεισις τιμωρίας).

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρεισις: εως ἡ
1) давление, нажим, упор Plat., Arst.;
2) присуждение, наложение (τιμωρίας Plut.).