ἐπικλάζω

Revision as of 15:27, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A sound to, θαλάσσῃ Opp.H.5.295; ἐπί οἱ ἔκλαγξε βροντάν made thunder sound in answer to him, Pi.P.4.23.

German (Pape)

[Seite 949] (s. κλάζω), dazu schreien; εἰρεσίῃ ἐπικλάζουσι ἀείδοντες Opp. Hal. 5, 295; Sp. – Dabei ertönen lassen, Pind. in tmesi, ἐπί οἱ Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν P. 4, 23.

English (Slater)

ἐπῐκλάζω
   1 make to resound in answer “αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν for him, in answer (P. 4.23)

Greek Monolingual

ἐπικλάζω (Α)
κάνω θόρυβο, κλαγγή, βροντώ («αἴσιον δ’ ἐπὶ οἱ... Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλάζω «κάνω θόρυβο, φωνάζω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλάζω: (при чем-л.) греметь (ἐπί οἱ Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν Pind.).