καμάρωμα

Revision as of 18:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[μᾰρ], ατος, τό,

   A vault, arch, Str.16.1.5, Gal.10.449.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, das Gewölbte, Gewölbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμάρωμα: τὸ, θόλος, ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.

Greek Monolingual

το (AM καμάρωμα) καμαρώνω
1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση
2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.)
νεοελλ.
το να καμαρώνει κάποιος για κάτι, καμάρι, υπερηφάνεια, έπαρση, κομπασμός, κόρδωμα.