ἐκσημαίνω

Revision as of 09:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A disclose, indicate, S.El.1191.

German (Pape)

[Seite 778] bezeichnen, aussprechen, Soph. El. 1182.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσημαίνω: ὑπαινίττομαι, Σοφ. Ἠλ. 1191.

French (Bailly abrégé)

indiquer, expliquer.
Étymologie: ἐκ, σημαίνω.

Spanish (DGE)

1 dejar entrever πόθεν τοῦτ' ἐξεσήμηνας κακόν; ¿de quién procede el crimen que dejaste entrever? S.El.1191.
2 en v. med. significar, dar a entender μὴ νομίσῃς δὲ τοῦτο ἁπλῶς ἐκσημήνασθαι τὴν θείαν Γραφήν Chrys.M.53.272.

Greek Monolingual

ἐκσημαίνω (Α)
1. σημαίνω, δηλώνω, υπαινίσσομαι
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. ανακαλύπτω.

Greek Monotonic

ἐκσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω, μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσημαίνω: (aor. ἐξεσήμηνα) указывать, возвещать (κακόν τι Soph.).

Middle Liddell

fut. -ᾰνῶ
to disclose, indicate, Soph.