φοινίσσω

Revision as of 12:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

E.Or.1285 (lyr.), etc.; fut. ξω B.12.165, etc.: (φοινός): —

   A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.; χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15; σφάγια φ. E. l. c.; φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ Id.IA187 (lyr.); empurple, μόρον S.Fr.395:—Pass., to be or become red, μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110; αἵματι φ. E.Hec.151 (anap.); πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33, cf. Hp.Epid.7.92; καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16; νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61; τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56:—Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254, cf. Nonn.D.34.143.    2 in the Perrhaebian dialect, = αἱμάσσω, Arist.Mir.843b14.    3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.    II intr., become blood-red, Nic.Th.238; ἄνθη μετὰ τοῦ λευκοῦ φοινίσσοντα ἐκ μέρους Dsc.4.159.

German (Pape)

[Seite 1296] röthen, roth machen; αἵματι πόντον Orak. bei Her. 8, 77; μάστιγι φοινιχθείς Soph. Ai. 110; σφάγια φοινίσσω Eur. Or. 1285; übrtr., φοινίσσουσα παρηΐδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ I. A. 187; – pass. roth werden, φοινίσσετο σάρξ Rufin. 2 (V, 35), φοινίχθη καλὸν χρόα Ap. Rh. 3, 725, wie Theocr. 20, 16; auch = schminken; bei den Aerzten = die Haut durch aufgelegte Zugpflaster od. beizende Mittel reizen u. röthen, vgl. Nic. Al. 254, wie Opp. Hal. 2, 427. – Auch intrans., roth werden, erröthen, Nic. Ther. 238. 303. 845; vgl. Soph. frg. 698.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίσσω: μέλλ. -ξω· (φοινός)· ― κάμνω τι κόκκινον, κοκκινίζω, αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., γίνομαι κόκκινος, μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ χρόα φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· νᾶμα δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = αἱμάσσω, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ἐφοινίχθην;
1 rougir de sang;
2 p. ext. faire rougir de honte ou de pudeur, acc. ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: φοινός.

Greek Monolingual

και φοινίζω Α [[φοῑνιξ (Ι), -οίνικος]]
1. κάνω κάτι κόκκινο σαν το αίμα, το κοκκινίζω
2. ιατρ. προξενώ έντονο ερύθημα
3. (στη διάλεκτο τών Περραιβών) περιβρέχω κάτι με αίμα
4. (αμτβ.) γίνομαι κόκκινος σαν το αίμα.

Greek Monotonic

φοινίσσω: μέλ. -ξω (φοινός), κοκκινίζω, κάνω κάτι κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κόκκινος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινίσσω:
1) обагрять (кровью) (πόντον αἵματι Her.; σφάγια Eur.): μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. с окровавленной бичом спиной;
2) делать пурпурным, покрывать румянцем (φοινίσσουσα παρῇ δ᾽ αἰσχύνᾳ Eur.): χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theocr. кожа покраснела у меня от боли;
3) краснеть, румяниться (ὄψει φοινίξαντα μόρον Soph.).

Middle Liddell

φοινίσσω, φοινός
to redden, make red, Orac. ap. Hdt., Eur.:—Pass. to be or become red, Soph., Eur.