διαπασσαλεύω

Revision as of 16:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. διαπαττ-,

   A stretch out by nailing the extremities, πρὸς σανίδα Hdt.7.33; of a hide pegged out for tanning, Ar.Eq. 371, cf. Plu.Art.17.

German (Pape)

[Seite 594] ausspannen u. annageln, beim Kreuzigen, Her. 7, 33; Plut. Artax. 17; Leder, Ar. Equ. 369.

Greek (Liddell-Scott)

διαπασσᾰλεύω: Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ ἄκρα, ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.

French (Bailly abrégé)

clouer qqn les membres écartés, crucifier.
Étymologie: διά, πασσαλεύω.
Syn. σταυρόω.

Spanish (DGE)

(διαπασσᾰλεύω) • Alolema(s): át. -τταλ-
sujetar con clavos, clavar como suplicio ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδα Hdt.7.33, τὸ δέρμα Plu.Art.17, ἥλῳ ... τὰ στήθη Sch.A.Pr.64bH., en v. pas. διαπατταλευθήσει χαμαί serás clavado en tierra Ar.Eq.371.

Greek Monolingual

πασσαλεύω
βλ. διαπατταλεύω.

Greek Monotonic

διαπασσᾰλεύω: Αττ. διαπαττ-, μέλ. -σω, τεντώνω καρφώνοντας τα άκρα σταυρωτά, όπως κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· τεντώνω και καρφώνω μια προβιά για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαπασσᾰλεύω: атт. διαπατταλεύω
1) пригвождать, распинать (τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.);
2) распяливать на гвоздях (sc. τὴν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.

Middle Liddell

attic διαπαττ- fut. σω
to stretch out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to stretch out a hide for tanning, Ar.