ὑποκρούω

Revision as of 16:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A strike gently, [λίθον] χερμάδι APl.4.279; beat time, give the time, Plu.Dem.20; ὑ. τοῖς λέγουσι Longin.41.2.    2 sens. obsc., Ar.Ec.256 (with play on signf. 11.1), 618 (anap.).    II metaph., break in upon, interrupt, c. acc., Id.Ach.38, Ec.588 (anap.), Alex. 32, Henioch.5.4, Plb.18.4.3: abs., ὑποκρούσας (sc. εἶπε) Pl.Erx.395e.    2 ὑπέσχοντο εἰς τὰ μηνιαῖα αὐτοῦ ὑποκροῦσαι ταύτην τὴν δόσιν to credit this payment to his monthly account, PFlor.132.10 (iii A. D.).    III in Med., find fault with, attack, Ar.Pl.548 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1222] (s. κρούω), von unten od. leise klopfen, daran schlagen, auch wie ὑποκρέκω, von Saiteninstrumenten, die Saiten anschlagen, auch den Takt dazu schlagen, Plut. Dem. 20; dah. andeuten, sagen, Ar. Plut. 548, von Poll. νουθετῆσαι erkl., 9, 139; übrtr., in die Rede fallen, Alexis in B. A. 115, wo es ἐμποδίσαι erkl. wird, Aesch. 1, 35 im Gesetz; unterbrechen, Plat. Eryx. 395 e; λόγον Pol.; dah. antworten, widersprechen, βοᾶν, ὑποκρούειν, λοιδορεῖν τοὺς ῥήτορας Ar. Ach. 38, Schol. ἀντιλέγειν, ἐπὶ τῶν θορυβούντων λέγεται; τινί, Plut. u. a. Sp.; s. Phryn. in B. A. 68; Pol. 1, 7, 4,3; – entunzüchtigen Sinne, wie κρούω, vom Beischlafe, Ar. Eccl. 256. 618.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρούω: κρούω ἐλαφρῶς, Ἀνθ. Πλαν. 279· κτυπῶ τὸν χρόνον, δίδω τὸν χρόνον, Πλουτ. Δημοσθ. 20. ὑποκρ. τοῖς λέγουσι Λογγῖν. 41. 2. ΙΙ. μεταφορ., διακόπτω, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, Ἄλεξις ἐν «Βοστρ.» 1· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 256, 588 (ἐν στίχῳ 618 μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς αἰσχρᾶς σημασίας τοῦ κρούω)· ἀπολ., ὑποκρούσας (δηλ. εἶπε) Πλάτ. Ἐρυξ. 395Ε. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, εὑρίσκω ἐλλείψεις εἴς τινα, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 548.

French (Bailly abrégé)

1 marquer la mesure avec le pied;
2 fig. rendre son pour son, répliquer, répondre;
Moy. ὑποκρούομαι toucher par allusion à.
Étymologie: ὑπό, κρούω.

Greek Monolingual

ὑποκρούω ΝΑ κρούω
κρούω ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου για συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας
αρχ.
1. χτυπώ ελαφρά
2. μτφ. α) (με αιτ.) διακόπτωὑποκρούω τοὺς ῥήτορας
τὸ μεταξύ λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», Ησύχ.)
β) (ειδικά) διακόπτω κάποιον που μιλά και παίρνω τον λόγο
γ) συνουσιάζομαι
3. μέσ. ὑποκρούομαι
επιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ὑποκρούω: μέλ. -σω, χτυπώ ελαφρά, σε Ανθ.,
I. νικώ, δαμάζω τον χρόνο, δίνω τον χρόνο, σε Πλούτ.
II. μεταφ., επεμβαίνω, διακόπτω, με αιτ., σε Αριστοφ.
III. σε Μέσ., βρίσκω ελλείψεις σε κάποιον, προσβάλλω, επιτίθεμαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκρούω:
1) отбивать такт, притоптывать в такт: πρὸς πόδα διαιρεῖν καὶ ὑ. Plut. скандировать и отбивать стопы;
2) прерывать, перебивать: ὑ. τινά Arph. и ὑ. τινί Plut. перебивать кого-л.; ἔτι δ᾽ αὐτοῦ τι βουλομένου λέγειν, ὑποκρούσας ὁ Κριτίας, sc. ἔφη Plat. когда он хотел еще что-то сказать, Критий, перебив (его, спросил);
3) нападать, бросаться (ὑ. τινά Arph.);
4) med. ворошить, перен. рассказывать (τὸν βίον τινός Arph.).

Middle Liddell

fut. σω
I. to strike gently, Anth.: to beat time, give the time, Plut.
II. metaph. to break in upon, interrupt, c. acc., Ar.
III. in Mid. to find fault with, attack, Ar.