δορύξενος

Revision as of 15:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A spear-friend, i. e. war-friend, ally (wrongly expld. as ἐκ δορυαλώτου δ. προσαγορευόμενος by Plu.2.295b), A.Ag.880; ξένος τε καὶ δ. δόμων Id.Ch.562, cf. S.El.46, etc.: as Adj., δόμοι δορύξενοι A.Ch.914; ἑστία S.OC632.

German (Pape)

[Seite 660] Speerfreund, nach Plut. qu. gr. 17 der aus einem Feind im Kriege ein Freund geworden; Freund im Kriege, zu Schutz und Trutz Verbündeter; Aesch. Ag. 854; Soph. El. 555; Eur. Med. 687; – adj., δόμοι Aesch. Ch. 901; ἑστία Soph. O. C. 638.

Greek (Liddell-Scott)

δορύξενος: ὁ, ἡ, ὁ γενόμενος αἰχμάλωτός τινος καὶ ἀκολούθως φίλος αὐτοῦ (ἐκ δοριαλώτου δ. προσαγορευόμενος Πλούτ. 2. 295Β), ἀκολούθως καθόλου, πιστός, σταθερός φίλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 880, Χο. 562, Σοφ. Ἠλ. 46, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. δόμοι δορύξενοι Αἰσχύλ. Χο. 914· ἑστία Σοφ. Ο. Κ. 632.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 prisonnier de guerre qu’on traite en hôte et en ami ; hôte uni par la lance ; allié, hôte;
2 qui traite en hôte un prisonnier de guerre ; hospitalier.
Étymologie: δόρυ, ξένος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ
aliado aplicado gener. a un príncipe o jefe εὐμενὴς δ. aliado fiel A.A.880, ξένος δὲ καὶ δ. δόμων huésped de la casa y aliado A.Ch.562, μέγιστος ... δορυξένων S.El.46, φίλτατος δορυξένων E.Med.687, cf. Andr.999
usado tb. como adj. δόμοι δορύξενοι A.Ch.914, ἑστία S.OC 632
huésped de lanza e.d. prisionero c. explicación errónea en Plu.2.295b.

Greek Monolingual

δορύξενος, ο, η (Α)
1. αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε φίλος του εχθρού του
2. σύντροφος στη μάχη, πιστός φίλος.

Greek Monotonic

δορύξενος: ὁ, ἡ, φίλος από δόρυ, δηλ. κυρίως, κάποιος, ο οποίος αφού αιχμαλωτίσθηκε από το δόρυ κάποιου, έγινε στη συνέχεια φίλος του· έπειτα γενικά, σταθερός, πιστός, αφοσιωμένος φίλος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ως επίθ., δόμοι δορύξενοι, σε Αισχύλ.· ἑστία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δορύξενος: II ὁ боевой товарищ, союзник (ὁ μέγιστος δορυξένων Soph.; ἐκ δορυαλώτου δ. προσαγορευόμενος Plut.).
состоящий в боевом союзе, дружественный, союзный (δόμοι Aesch.; ἑστία Soph.).

Middle Liddell

δορύ-ξενος, ὁ, ἡ, n
a spear-friend, i.e., properly, one who having been captive to one's spear becomes one's friend; then generally, a firm friend, Aesch., Soph.: as adj., δόμοι δορύξενοι Aesch.; ἑστία Soph.

English (Woodhouse)

friend made in war