κεντροδήλητος

Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις (Dor.) A.Supp.563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).

German (Pape)

[Seite 1418] durch den Stachel verletzend, ὀδύναι Aesch. Suppl. 558.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροδήλητος: -ον, ὁ διὰ τοῦ κέντρου βλάπτων ἢ βασανίζων τινά, ὀδύναι κεντροδάλητοι (Δωρ.) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 563, ἔνθα ὁ Erfurdt διώρθωσε κεντροδαλήτισι.

Greek Monolingual

κεντροδήλητος, -ον (Α)
αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο-δήλητος, ξιφο-δήλητος].