γράσος

Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ὁ, prop.,

   A smell of a goat: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. s.v. ψό, Eup.242, Arist.Pr.879a23, Plu.2.180c, M.Ant.9.36.

Greek (Liddell-Scott)

γράσος: ὁ, ἡ δυσωδία τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. κινάβρα), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. γράσων·― ἡ δυσωδία κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.

French (Bailly abrégé)

et γράσσος, ου (ὁ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: DELG un nom du bouc, de γράω, comme τράγοςτρώγω.

Greek Monolingual

ο (Α γράσος)
1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα
2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος-τρώγω) με επίθημα -σο-. Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία].

Russian (Dvoretsky)

γράσος: и γρᾶσος, v. l. Plut. γράσσος ὁ козлиный запах Aesch., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: smell of a goat (Ar.).
Derivatives: γράσων id. (M. Ant.; cf. γνάθων beside γνάθος, Leumann Sprache 1 (1949) 207 n. 13), γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably] [probably]
Etymology: γράσος would be a word for he-goat = from γράω gnaw, s. v. On σο- Chantr. Form. 433ff., Schwyzer 516, Solmsen Wortforschung 232f.

Frisk Etymology German

γράσος: {grásos}
Grammar: m.
Meaning: Bocksgeruch (Kom., Arist. usw.).
Derivative: Davon γράσων wie ein Bock riechend (M. Ant. u. a.; vgl. z. B. γνάθων von γνάθος und Leumann Sprache 1, 207 A. 13) mit γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Etymology : γράσος steht metonymisch für Bock = "Nager, Näscher", von γράω, s. d. Zum σο-Suffix s., außer Chantraine Formation 433ff. und Schwyzer 516, bes. Solmsen Wortforschung 232f.
Page 1,324