ζακρυόεις

Revision as of 08:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εσσα, εν, (κρυόεις)

   A very numbing, freezing, θάνατος Alc. Supp.12.8.

Greek Monolingual

ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κρύος, κρυερός, παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα και το κρυόεις (< κρύος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζακρυόεις -εσσα -εν [ζα-, κρυόεις] Αeol. ijselijk:. θάνατος ζ. de ijselijke dood Alc. 34.8.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of θάνατος (Alc. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), prob. for δακρυόεις with many tears at the same time referring to κρυόεις;
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: See on ζά and Risch Mus. Helv. 3, 253ff.

Frisk Etymology German

ζακρυόεις: {zakruóeis}
Meaning: Beiwort von θάνατος (Alk. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), wohl für δακρυόεις tränenreich mit gleichzeitiger Beziehung auf κρυόεις;
Etymology : vgl. zu ζά und Risch Mus. Helv. 3, 253ff.
Page 1,608