ἀλυσκάζω
English (LSJ)
strengthd. for ἀλύσκω (from which it borrows obl. tenses); irreg. opt.
A ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135, al.:—shun, avoid, c. acc., ὕβριν ἀλυσκάζειν Od.17.581: abs., skulk, Il.5.253, 6.443, Orph.A.437; dub. in Hes.Fr.96.94.—Ep. word, used by Cratin. 137.
German (Pape)
[Seite 111] nur praes. u. imperf., für ἀλύσκω, vermeiden, Hom. dreimal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι, fliehen; 6, 443 αἴ κε κακὸς ἃς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο, ausweichen; Od. 17, 581 μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων; – Cratin. Poll. 10, 33 u. sp. D., z. B. Opp. H. 1, 635.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυσκάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀλύσκω, (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ ἀλύσκω) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ τύπος τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: ἀλύσκω.
English (Autenrieth)
(stronger than ἀλύσκω), only pres. and ipf.: skulk, seek to escape; abs., and with acc. of thing avoided.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [opt. ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135]
1 intr. resguardarse, guarecerse, retirarse del peligro οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253, ἀ. ὑπὸ ταῖς κλινίσιν Cratin.150, μιν ... ἀλυσκάζοντα νοήσας dándose cuenta de que se guarecía Nonn.D.1.421, πρὶν μάρψαι χείρεσσιν ἀλυσκάζων προφύγεσκεν Orph.L.109, cf. A.437
•c. constr. de gen. retirarse de, escaparse νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο Il.6.443, ἀλυσκάζοντες Ἀμαζονίης ἀπὸ λίμνης Opp.H.1.635.
2 tr. evitar, eludir, esquivar ὕβριν ἀ. ἀνδρῶν Od.17.581, πάτον ἀνδρῶν Hes.Fr.204.132, ἀλυσκάζουσαι ἰάμβων ... φλέγμα evitando (las hijas de Licambes) el humor violento de los yambos (de Arquíloco) AP 7.70 (Iul.Aegypt.), χειμερίην καὶ ἄπιστον ἀλυσκάζων ἅλα Musae.299, κῦμα AP 9.371.
Greek Monolingual
ἀλυσκάζω (Α)
(επική λέξη)
1. αποφεύγω, διαφεύγω
2. επιχειρώ να διαφύγω
3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἄλύσκω].
Greek Monotonic
ἀλυσκάζω: ἀλύσκω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. αποφεύγω, εκφεύγω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλυσκάζω: (ᾰλ) избегать, спасаться, уклоняться: ἀ. τι Hom., Anth., τινός и ποιεῖν τι Hom. уклоняться от чего-л.
Middle Liddell
= ἀλύσκω only in pres. and imperf.]
to shun, shirk, avoid, Hom.