ἐπιμορφάζω

Revision as of 16:21, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A pretend, c. inf., Ph.1.387; ὅτι . . ib.96; ὡς, c. part., ib.193: abs., ib.363.    II. c.acc., simulate, εὐσέβειαν, τὸ ἀδέσποτον, ib.340,698:—Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] den Schein wovon annehmen, erheucheln, τί, Philo, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμορφάζω: ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, ἀλήθειαν, εὐσέβειαν Φίλων 1. 340, 387, 698, Κλήμ. Ἀλ. 41. ― Μέσ. -άζομαι καὶ -ίζομαι, Εὐσέβ. ΙΙ. 781Α, IV. 804Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμορφάζονται· σχηματίζονται».

Greek Monolingual

ἐπιμορφάζω (AM)
1. προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι
2. αποδίδω εσφαλμένα κάτι σε κάποιον
3. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφάζω «χειρονομώ» (< μορφή)].