φλυαρώ
Greek Monolingual
φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α
λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς
νεοελλ.
1. συζητώ ασήμαντα πράγματα
αρχ.
1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου
2. (κατ' επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο
3. παθ. φλυαροῦμαι, -έομαι
εμπαίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό παρ. της λ. φλύαρος (Ι). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το ρ. φλυαρῶ έχει προέλθει απευθείας από το ρ. φλύω με κάποια δυσερμήνευτη εκφραστική παρέκταση (βλ. λ. φλύαρος[II]). Το -η- του τ. φλυηρῶ, αντί του μακρού -ᾱ-, που έχει διατηρηθεί σε όλους τους τ. της οικογένειας αυτής, οφείλεται πιθ. σε μια γενίκευση της τάσης της Ιωνικής να αντικαθιστά το -α- με -η-].