αἰσχρήμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A shameful, base, APl.1.15*(dub.); ἀσχήμων Porson.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρήμων: -ον, γεν. ονος, (αἰσχρός) = ἀκόλαστος, ἀναίσχυντος, φαῦλος, Ἀνθ. Πλαν. 1. 15*, ἔνθα ἄλλη γραφ. αἰσχήμων· (ὡς ἐν νεωτέρῳ Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1046 ἐκδ. Erf.)· ὁ Πόρσ. ἐν Φοιν. 1622 ἀναγινώσκει ἀσχήμων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. αἰσχρός.
Greek Monotonic
αἰσχρήμων: -ον, γεν. -ονος (αἰσχρός), αναίσχυντος, αδιάντροπος, ακόλαστος, αχρείος, σε Ανθ.