διελκυσμός

Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A pushing about, D.H.Comp.20.    2 delay, PTeb. 25.2 (ii B. C.).    3 brawl, Arg. 1 Ar.Ach.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, das Auseinanderziehen, Fortschleppen. Dion. Hal. C. V. 20.

Greek (Liddell-Scott)

διελκυσμός: ὁ, τὸ περιφέρειν, σύρειν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20. 2) λογομαχία, ἔρις, Ὑποθ. Ἀριστοφ. Ἀχ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 tracción, acción de tirar o arrastrar ὁ δ. τοῦ κυλίοντος D.H.Comp.20.14
fig. distracción, atracción διάκενος Nemes.Nat.Hom.M.40.633B.
2 retraso, demora μηδὲ περὶ τὸν ὑμέτερον κατάπλουν γενέσθαι διελκυσμόν PTeb.25.2, cf. 9 (II a.C.).
3 alboroto, camorra Ar.Ach.argumen.1.18.

Greek Monolingual

διελκυσμός, ο (Α) ελκυσμός
1. σύρσιμο εδώ κι εκεί
2. καθυστέρηση, παρέλκυση, αναβολή
3. λογομαχία, φιλονικία.