κονέω

Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(κόνις)    A raise dust: hence, hasten, Hsch.; = ὑπηρετεῖν, EM 268.29: elsewh. only in compd. ἐγκονέω.

German (Pape)

[Seite 1480] Staub erregen, besonders durch schnelles Laufen, also eilen. VLL. So hat Jacobs Asclpds. 37 (XIII, 23) emendirt. Vgl. ἐγκονέω.

Greek (Liddell-Scott)

κονέω: (κόνις) ἐγείρω κόνιν, κονιορτόν· καθόλου, ἐπείγομαι, σπεύδω, «κόνει· σπεῦδε, τρέχε» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 268. 29· ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἰακωψίου ἐν Ἀνθ. Π. 13. 23· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐγκονέω· διότι τὸ διᾱκονέω εἶναι ἐξ ἄλλης ῥίζης, ἴδε ἐν λέξ. διάκονος.

French (Bailly abrégé)

1 soulever de la poussière en courant;
2 courir, se hâter.
Étymologie: κόνις.

Greek Monolingual

κονέω (Α) κόνις
1. σηκώνω σκόνη
2. (κατά τον Ησύχ.) α) τρέχω
β) ενεργώ
γ) αισθάνομαι
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) υπηρετώ.

Greek Monotonic

κονέω: μέλ. -ήσω (κόνις), σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου· επείγομαι, σπεύδω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κονέω: досл. поднимать пыль, перен. спешить, торопиться Anth.

Middle Liddell

κονέω, fut. -ήσω κόνις
to raise dust: to hasten, Anth.