λάζω

Revision as of 10:23, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = λακτίζω, λάξας τράπεζαν Lyc.137, cf.Sch.E.Hec.64; λάζειν· ἐξυβρίζειν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 5] 1) = λακτίζω, VLL.; λάξας τράπεζαν, Lycophr. 137. – 2) nach B. A. p. 1095 achäisch = λαμβάνω, s. λάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λάζω: λακτίζω, λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».

Greek Monolingual

(I)
λάζω (Α)
(αχαϊκός τ. αντί λάζομαι)
λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω.
(II)
λάζω (Α)
1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν
ἐξυβρίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ)].