λυχνομαντεία

Revision as of 11:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A divination by means of a lamp, PMag.Lond.121.540,556 (-τία Pap.), PMag.Par. 1.952 (-τία).

Spanish

licnomancia, adivinación por medio de una lámpara

Greek Monolingual

η (Α λυχνομαντεία)
είδος αρχαίας μαντικής που γινόταν με σταθερή ενατένιση και προσήλωση του βλέμματος σε αναμμένο λύχνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. θεο-μαντεία, ονειρο-μαντεία.