ἀντέμφασις

Revision as of 13:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A difference of appearance, Str.2.4.8; also pl., ibid.; opposition, antithesis, S.E.M.1.57; distinction, Hdn.Gr.1.941, A.D.Adv.159.19.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, Widerspruch, Gegensatz, Sext. Emp.; entgegengesetzte Erscheinung, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέμφᾰσις: -εως, ἡ, διάφορος ἔμφασις, Στράβ. 109: ἀντίθεσις, διαφορά, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 57. - «ἡ διὰ οὐκ ἀναστρέφεται πρὸς ἀντέμφασιν αἰτιατικῆς τῆς Δία» Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1, σ. 6. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 apparence différente;
2 opposition, antithèse.
Étymologie: ἀντεμφαίνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
diferencia, oposiciónde descripciones ἤ γε τῶν Ἰαπύγων ἄκρα ... ἔχει τινὰ ἀντέμφασιν Str.2.4.8, de géneros literarios, S.E.M.1.57, de nombres κατὰ ἀντέμφασιν τῶν ἐν τῆ Φοινίκῃ Σύρων Andro Teius 2.2
gram., de diferencias acentuales con valor distintivo: de ὦτα frente a ὠτᾶν A.D.Adu.159.19, de τινός frente a τίνος Sch.D.T.455.14.

Greek Monolingual

ἀντέμφασις, η (Α)
1. διαφορά εμφάνισης
2. αντίθεση, διάκριση.

Greek Monotonic

ἀντέμφᾰσις: -εως, ἡ (ἐμφαίνω), διαφορετικότητα στην εμφάνιση, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντέμφᾰσις: εως ἡ противоположное мнение, возражение Sext.

Middle Liddell

ἐμφαίνω
difference of appearance, Strab.