ἀορτήρ

Revision as of 14:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ἀείρω)    A strap to hang anything to, sword-belt, Od.11.609: in pl., κουλεὸν . . χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Il.11.31 (also expl. as οἱ κρίκοι τῆς θήκης, Hsch.).    2 in Od.13.438 knapsack-strap, στρόφος ἀορτήρ, v. στρόφος.

German (Pape)

[Seite 273] ῆρος, ὁ (ἀείρω), woran etwas hangend getragen wird, der Träger; Hom. fünfmal: Od. 13, 438. 17, 198. 18, 109 ἀεικέα πήρην, πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ, ein gedrehter Strick; 11, 609 σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτήρ χρύσεος ἦν τελαμών: Iliad. 11, 31 περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον, χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός, Degengehenk; – = ζωστήρ Phereer. Poll. 10, 162. – Bei Dio Chrys. sind ἵπποι ἀορτῆρες die Leinpferde, die nicht am Joch, sondern an Zugriemen ziehen, v. l. ἀκροτῆρες.

Greek (Liddell-Scott)

ἀορτήρ: ῆρος, ὁ, (ἀείρω) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, ζώνη ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, στρόφος ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. στρόφος. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 courroie d’un havresac;
2 baudrier ; p. anal. ceinture;
3 ἀορτῆρες ἵπποι chevaux de trait.
Étymologie: ἀείρω.

English (Autenrieth)

(ἀείρω): baldric, belt, usually for the ἄορ, and the same as τελαμών (see cut), Od. 11.609; ‘strapfor a wallet, Od. 13.438; what the ‘suspenders’ were in Il. 11.31 is not perfectly clear.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 correa, cinturón, tahalí περὶ στήθεσσιν ἀορτήρ Od.11.609, cf. Pherecr.37, para el morral ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ Od.13.438, cf. Men.Fr.282
para la espada talabarte en plu. κουλεὸν ... χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Il.11.31.
2 anillo para colgar algo, Hsch.

Greek Monolingual

ἀορτήρ (-ῆρος), ο Α)
1. ιμάντας από τον οποίο μπορεί να κρεμαστεί κάτι
2. ζώνη ξίφους
3. ιμάντας σακιδίου.

Greek Monotonic

ἀορτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀείρω), ζώνη, ιμάντας απ' όπου μπορεί κάποιος να κρεμάσει κάτι, ζώνη από την οποία κρεμόταν το ξίφος, σε Όμηρ.· ιμάντας απ' όπου κρεμόταν το σακίδιο, γυλιός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀορτήρ: ῆρος ὁ
1) ременная перевязь (περὶ στήθεσσιν Hom.);
2) лямка (sc. τῆς πήρης Hom.).

Middle Liddell

ἀείρω
a strap to hang anything to, a sword-belt, Hom.: a knapsack-strap, Od.