ἁγής

Revision as of 16:12, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱ], ές,    A guilty, accursed, dub. in Hippon.11.    II in good sense, pure, holy, of the sun, ἁγέα κύκλον Emp.47.

German (Pape)

[Seite 13] ές (ἅγος), Hippon. frg. 4, verbrecherisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγής: [ᾱ], ές, (ἅγος), ἔνοχος, ἐπικατάρατος, μιαρός, Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, λαμπρός, καθαρός, ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ ἴσως περιηγητής, στρογγύλος, περιφερής.

Spanish (DGE)

-ές
dud.
1 santo, puro ἁγέα κύκλον del sol, Emp.B 47.
2 sacrílego, execrable, abominable ἁγεῖ Βουπάλῳ Hippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf. ἁγὴς ὁ μυσαρός Tz.H.13.315, ad Lyc.436.

• Etimología: Cf. ἅζομαι, ἅγιος, 1 ἄγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁγής -ές ἅζω heilig.