ἐναρμογή

Revision as of 18:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A fitting of a surgical tube, Antyll. ap. Orib.10.19.4.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
ajuste, encajede un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4.

Greek Monolingual

η (AM ἐναρμογή)
εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωση
νεοελλ.
1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή
2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) της προεξοχής του ενός στην κοιλότητα του άλλου.