ἐπιπετάννυμι

Revision as of 19:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A spread over, τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10, cf.Aret.CA1.10:—Pass., τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25; ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, Xen. Cyn. 5, 10; τέφρῃ ἐπιπέπτατο Qu. Sm. 14, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω τι ἐπί τι, τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Ξεν. Κυν. 5, 10. - Παθ., τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλὴ Κόϊντ. Σμ. 14. 25.

French (Bailly abrégé)

étendre sur.
Étymologie: ἐπί, πετάννυμι.

Greek Monolingual

ἐπιπετάννυμι (Α) πετάννυμι
απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν.
β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.).

Greek Monotonic

ἐπιπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω [ᾰ], απλώνω, εκτείνω, ανοίγω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπετάννῡμι: расстилать, раскладывать: τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Xen. положив уши на лопатки (о спящем зайце).

Middle Liddell

fut. -πετάσω
to spread over, Xen.