αδελφοφάγος

Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αδερφοφάγος και αδελφοφάς και αδερφοφάς, ο
1. αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε συνεργός στον φόνο του
2. αυτός που σφετερίζεται την περιουσία του αδελφού του
3. σκληρός, αιμοβόρος άνθρωπος
4. αδελφοδιώχτης (1, 2).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -φάγος < έφαγα, αορ. του ρ. τρώγω.
ΠΑΡ. αδελφοφαγιά].