πλησίασμα

Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A impregnation, f.l. for πλῆσμα, Arist.HA577a30.

German (Pape)

[Seite 635] τό, = Folgdm, v. l. Arist. H. A. 6, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πλησίασμα: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλῆσμα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλησιάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
νεοελλ.
1. συναναστροφή
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του
4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι άλλο, ομοιότητα.