προσήνεμος
English (LSJ)
ον, (ἄνεμος) A towards the wind, to windward, X.Oec.18.6; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ Arist.HA616b14; τὰ π. Id.GA 783a32; τὰ εὔπνοα καὶ π. Thphr.CP2.9.1, etc.
German (Pape)
[Seite 765] ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον ἐστραμμένος, ἀντίθετον τῷ ὑπήνεμος, Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-η, -ο / προσήνεμος, -ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος.
επίρρ...
προσηνέμως και προσήνεμα Ν
προς μέρος προσήνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν-ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
προσήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο, αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το ὑπήνεμος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσήνεμος: наветренный: τὸ προσήνεμον Arst. наветренное место.
Middle Liddell
προσ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
towards the wind, to windward, opp. to ὑπήνεμος, Xen.