συνεπικουρέω

Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A help to succour, X.Hier.3.2; ταῖς ἀπορίαις τινός Id.Cyr.1.6.24; Astrol., join as ally, τῷ ἡλίῳ S.E.M.5.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικουρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικουρῶ, ὡς ἐπίκουρος προσέρχομαι, βοηθῶ, ἀνακουφίζω, Ξεν. Ἱέρ. 3. 2· τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 32· ταῖς ἀπορίαις τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir ensemble ou en même temps au secours de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπικουρέω.

Greek Monotonic

συνεπικουρέω: μέλ. -ήσω, προσέρχομαι ως σύμμαχος ή αρωγός, βοηθώ, ανακουφίζω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικουρέω: вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικουρέω mede te hulp komen, met dat.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join as an ally, help to relieve, Xen.