τετραδικός
English (LSJ)
ή, όν, A consisting of four, ἀριθμός Syrian. in Metaph. 145.28; περίοδος Gal.17(1).247; ἐπιπλοκὴ ἑξάσημος τετραδική expld. in Sch.Heph.p.257 C. Adv. -κῶς, ἀριθμοῦνται Steph. in Hp.1.198 D.
Greek Monolingual
ή, -ό / τετραδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τετράς, -άδος
ο σχετικός με τον αριθμό τέσσερα, με την τετράδα, ή αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα
νεοελλ.
1. τετραγενής
2. φρ. α) «τετραδικά συστήματα» — ποιήματα της αρχαίας Ελληνικής τα οποία κατά τη μετρική τους σύνθεση κατά στίχους αποτελούνται κατά περικοπή από τέσσερα ανόμοια συστήματα
β) «τετραδικό σύστημα»
μαθημ. σύστημα αριθμών που αποτελούνται από τέσσερεις μονάδες διαφορετικού είδους.
επίρρ...
τετραδικώς Μ
κατά τετράδες.