ἀμφίρροπος

Revision as of 17:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A doubtful, νίκη Polyaen.2.1.23; ἔννοιαι Agath. 4.2. II precipitous on both sides, κρηυνοί Malch.p.415 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίρροπος: -ον, = ἀμφιρρεπής, Πολύαιν. 2. 1, 23.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se inclina a un lado y a otro, dudoso νίκη Polyaen.2.1.23
vacilante ἔννοιαι Agath.4.2.4, cf. Et.Gud.124.11.
2 escarpado por ambos lados κρημνοί Malch.415D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίρροπος, -ον)
1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη
2. αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ροπος < ροπὴ < ρέπω
πρβλ. και αμφιρρεπής].