ἀνάρρινον

Revision as of 17:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = κάρδαμον, nose-smart, Arist.Pr.925a30, Speus. ap. Ath.9.369b, prob. in Nic.Fr.84. II = ἀντίρρινον, Dsc.4.130 (prob.), Gal.11.834. III sternutative, Hp. ap. Gal.19.79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρρῑνον: τό, δριμύ τι φυτόν, πιθ. τὸ κάρδαμον, nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «ῥαφανίς, γογγυλίς, ῥάφυς, ἀνάρρινον, ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «ἀνάρρινον τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· ἔνιοι δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν εἶναι, ἀνὰ τὸ δέρμα».

Spanish (DGE)

(ἀνάρρῑνον) -ου, τό
I estornudatorio Hp. en Gal.19.79.
II bot.
1 mastuerzo, Lepidium sativum L., Arist.Pr.925a30, cf. Nic.Fr.84, Speus.23.
2 dragón, boca de dragón quizá Antirrhinum maius L., Dsc.4.130, cf. Gal.11.834.

Greek Monolingual

ἀνάρρινον, το (Α) ρις
1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο
2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη)
3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρρῑνον: τό анаррин (род растения с едким соком) Arst.