ἀποφυσάω

Revision as of 20:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A blow away,Ar.V.330(anap.); τὰ νέφη Arist.Mete.364b8. II breathe out, ἀ. ψυχίδιον Luc.Nav.26. 2 throw off, κονιορτόν Archig. ap. Orib.8.2.6. III ἀποφυση;σασα· ἐγκρύψασα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 335] wegblasen, ἄνεμος – τὰ νέφη Arist. meteor. 2, 6; komisch, ἀνελών με καὶ ἀποφυσήσας Ar. Vesp. 330; ψυχίδιον, die Seele, Luc. Navig. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφῡσάω: φυσῶν ἀπομακρύνω τι, κἄπειτ’ ἀνελών μ’ ἀποφυσήσας εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμὴν Ἀριστοφ. Σφ. 330· ἀποφυσῶντες... οἱ ἄνεμοι τά… νέφη, ποιοῦσιν αἰθρίαν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18. ΙΙ. ἀποπνέω, ἐκπνέω, ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Λουκ. Πλοῖον 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dissiper par son souffle;
2 exhaler.
Étymologie: ἀπό, φυσάω.

Spanish (DGE)

(ἀποφῡσάω) 1 apartar mediante un soplo ἀνελών μ' ἀποφυσήσας arrebatándome y trasportándome Ar.V.330, τὰς δὲ ἀνοσίους (τῶν εὐχῶν) ... ἀπέπεμπεν ἀποφυσῶν κάτω Luc.Icar.25
disipar οἱ ἄνεμοι ... ἀποφυσῶντες τὰ ... νέφη Arist.Mete.364b8
aventar τὴν σποδόν Dsc.5.125, κονιορτόν Archig. en Orib.8.2.6
en v. pas. ὥσπερ χνοῦς ἀποφυσώμενος ἀφ' ἅλωνος como parva aventada de la era LXX Os.13.3.
2 exhalar ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Luc.Nau.26
fig. eliminar ἀποφυσᾷ τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον (el útero) elimina el esperma excesivamente húmedo Arist.HA 582b27.
3 silbar de una serpiente A.Io.71.
4 ἀποφυσήσασα· ἐκρύψασα (por ἐκκ-?) Hsch.

Greek Monotonic

ἀποφῡσάω: μέλ. -ήσω·
I. απομακρύνω φυσώντας, σε Αριστοφ.
II. εκπνέω, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφῡσάω:
1) сдувать (τινα εἴς τι Arph.);
2) (о ветре) разгонять (τὰ νέφη Arst.);
3) выдувать (τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον Arst.);
4) выдыхать: ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Luc. испустив дух, скончавшись.

Middle Liddell


I. to blow away, Ar.
II. to breathe out life, Luc.