ψυχίδιον
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
τό, Dim. of ψυχή, little soul, Luc.Nav.26, D.C.77.16.
German (Pape)
[Seite 1404] τό, dim. von ψυχή, Seelchen, Luc. navig. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de ψυχή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχίδιον -ου, τό [ψυχή] zieltje.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχίδιον: τό душенька Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ψυχή, Λατινικ. animula, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 26.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. χοιρίδιον)].
Greek Monotonic
ψῡχίδιον: τό, υποκορ. του ψυχή, Λατ. animula, σε Λουκ.