ἐξαναπνέω

Revision as of 08:37, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A recover breath, Pl.Phdr.254c, Sph.231c.

German (Pape)

[Seite 868] (s. πνέω), wieder zu Athem kommen, sich erholen; Plat. Soph. 231 c; μόγις ἐξαναπνεύσας Phaedr. 254 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναπνέω: ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν, ἰδίως μετά τι πάθημα, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, Σοφ. 231C.

Spanish (DGE)

recobrar el aliento, tomar un respiro μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.Phdr.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.Sph.231c.

Greek Monolingual

ἐξαναπνέω (Α)
αποκτώ και πάλι την αναπνοή μου, ξαναπαίρνω ανάσα, αναπνέω και πάλι («πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναπνέω: переводить дыхание Plat.