ἐπιμυκτηρίζω

Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

A turn up the nose, mock at, Men.562.4.

German (Pape)

[Seite 964] dabei die Nase rümpfen, verhöhnen, Menand. bei Plut. qua quis rat. se ipse laud. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμυκτηρίζω: ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας ἐναντίον τινός, ἢ ἐξάγω ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».

Greek Monolingual

ἐπιμυκτηρίζω (Α)
φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμυκτηρίζω: насмехаться, издеваться Men. ap. Plut.