οἴ

Revision as of 15:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

exclam. of pain, grief, pity, astonishment, A ah! woe! sts. with nom., οἲ' γώ S.Aj.803, El.674, 1115 : mostly c. dat. (cf. οἴμοι): c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν AP9.408 (Apollonid. or Antip.), cf. IG14.1971.5 : also οἰοῖ, οἰοιοῖ, A.D.Adv.177.4, cf. A.Eu.841, Supp.876, Pers.955 (all lyr.), etc. : Ion. ὀΐ as exclam. of fear, Ar.Pax933.

Greek (Liddell-Scott)

οἴ: ἐπιφώνημα ἄλγους, λύπης, οἴκτου, ἐκπλήξεως, ἄχ! Λατιν. heu! vae! ἐνίοτε μετ’ ὀνομ., οἴ ’γώ, Σοφ. Αἴ. 803, Ἠλ. 674, 1115· οἴ .. μῆτερ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 565. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἴδε ἐν λ. οἴμοι· μετ’ αἰτ. οἴ ἐμὲ δειλὴν Ἀνθ. Π. 9. 408· - Συχνάκις διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται, ὅτε ἔπρεπε νὰ φέρηται, οἰοῖ, οἰοιοῖ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμμ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν Τραγ. καὶ Κωμ. φέρεται συνεχῶς οἲ οἴ, οἲ οἲ οἴ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 258. (Ἐκ τοῦ οἲ παράγονται αἱ λέξεις οἴζω, ὀϊζύς, ὀϊζυρός, οἶτος, οἶκτος, οἰκτρός).

French (Bailly abrégé)

interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l’admiration;
ah ! : οἲ ἐγώ ESCHL, οἴ μοι ou mieux οἴμοι (v. ce mot) hélas ! malheureux que je suis ! οἰοῖ ou οἰοῖ οἰοῖ, hélas ! hélas !.

Greek Monotonic

οἴ: επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. heu! vae!, μερικές φορές με ονομ., οἴ 'γώ, σε Σοφ.· κυρίως με δοτ., βλ. οἴμοι· με αιτ., οἲ ἐμὲ δειλήν, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἴ: (тж. οἰοῖ, οἰοῖ οἰοῖ и οἰοιοῖ) interj. ой!, увы!, о горе!: οἲ ἐγώ! Trag. и οἴ μοι (οἴμοι)! и οἲ ἐμέ! Anth. о горе мне!

Frisk Etymological English

Grammatical information: excl.
Meaning: onomatop. expressing pain, suffering (trag.).
Other forms: ὀί acc. to Ar. Pax 933.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].
Etymology: Cf. ὀιζύς, οἴμοι.

Middle Liddell


exclam. of pain, grief, pity, astonishment, ah! woe! Lat. heu! vae! sometimes with nom., οἲ 'γώ Soph.; mostly c. dat., v. οἴμοι; c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν Anth.