ὑπουργικός

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ή, όν, = ὑπουργός (rendering service, serviceable, conducive, assistant, servant, promoting), δύναμις Procl. in Alc. p. 68C. ; γένος Jul. Gal. 143b.

German (Pape)

[Seite 1238] ή, όν, zum ὑπουργός gehörig, dienstfertig, gefällig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργικός: -ή, -όν, ὑπηρετικός, ὑποχρεωτικός, ἀγαθός, εὐγενής, Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος»)
2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών της κυβέρνησης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)
2. υπηρετικός, δουλικόςγένος ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)
επίρρ...
υπουργικώς / ὑπουργικῶς ΝΜΑ, και υπουργικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό
μσν.-αρχ.
με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε σχέση με κάποιον άλλο («καταβέβηκα, ἔφη
αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).