μαυλίζω

Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. μαστροπεύω, Hsch. s.v. μαστροπός, Sch. Ar. Nu. 976.

Greek Monolingual

και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [[[μαύλις]] (Ι)]
εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη
νεοελλ.
1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
2. προσελκύω θηράματα με μίμηση της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο κράχτης», Καζαντζ.)
3. πλανεύω, ξελογιάζω.