ἐπίσκηψις

Revision as of 18:30, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

εως, ἡ, A injunction, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Is.9.36, cf. Ph.1.362 (pl.), Plu.Dio11. II. as law-term, denunciation, the first step in a prosecution, esp. in a δίκη ψευδομαρτυριῶν, brought against the witness of a διαμαρτυρία (q.v.), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51; Charondas πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ. Arist.Pol.1274b7; τούτων τὰς ἐ. εἶναι theirs shall be the right of ., D.47.72.

German (Pape)

[Seite 979] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ νόμος τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ, διαταγή, ἐντολή, παραγγελία, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταγγελία ἥτις εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ ἐναντίον τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· ὡσαύτως ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. ἐπισκήπτω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation, adjuration.
Étymologie: ἐπισκήπτω.

Greek Monolingual

ἐπίσκηψις, ἡ (Α) επισκήπτω
1. εντολή, διαταγή
2. (ως αττ. δικαν. όρος) καταγγελίαπρῶτος ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ,
I. προσταγή, διαταγή, παραγγελία, σε Πλούτ.
II. ως δικανικός όρος, καταγγελία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκηψις: εως ἡ
1) предписание, приказание; поручение Plut.;
2) привлечение к ответственности, обвинение (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);
3) обвинение в лжесвидетельстве Dem., Plat.

Middle Liddell

ἐπίσκηψις, εως
I. an injunction, Plut.
II. as law-term, a denunciation, Dem.