παρερύω

Revision as of 10:09, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")

English (LSJ)

Ion. παρειρύω, only aor. Act. and Pass., A draw along the side, φραγμὸν παρείρυσαν Hdt.7.36. IIdraw on one side, στόμα παρειρύσθη the mouth was distorted, Hp.Epid.3.1.ά.

German (Pape)

[Seite 518] (ἐρύω), poc. u. ion. παρειρύω, daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ στόμα, verzerren, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παρερύω: ποιητ. καὶ Ἰων. παρειρύω, σύρω παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. σύρω πρὸς τὸ ἓν μέρος, παρειρύεται τὸ στόμα, τὸ στόμα διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.

French (Bailly abrégé)

tirer en avant, acc..
Étymologie: παρά, ἐρύω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρειρύω Α
1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.)
2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].

Greek Monotonic

παρερύω: -ειρύω, σύρω προς την πλευρά, φραγμόν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρερύω: ион. παρειρύω (aor. παρείρυσα) протягивать, выстраивать в длину (φραγμὸν ἔνθεν καὶ ἔνθεν Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ερύω Ion. παρειρύω erlangs trekken:; φραγμὸν παρείρυσαν zij trokken aan weerszijden een schutting op Hdt. 7.36.5; pass.: στόμα παρειρύσθη zijn mond was scheefgetrokken Hp. Epid. 3.1.1.

Middle Liddell

-ειρύω
to draw along the side, φραγμόν Hdt.