επιφωνώ

Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Greek Monolingual

(AM ἐπιφωνῶ, -έω)
φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες
σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)
μσν.
1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω
2. προσφωνώ
3. διατάζω
4. μέσ. ἐπιφωνοῦμαι
α) συμβουλεύω, προτρέπω
β) παραγγέλνω, διατάζω
γ) γνωστοποιώ
αρχ.-μσν.
μιλώ, λέω
αρχ.
1. αναφέρω κάτι με το όνομά του, μιλώ για κάτι («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῑνος μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῑν... ἱερὰν θήκην», Σοφ.)
2. επονομάζω κάποιον ή κάτι χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος λέγεται
τοῑς γὰρ ἀνδρειοτάτοις Ὅμηρος εἴωθεν ἐπιφωνεῑν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», Αθήν.)
3. προσθέτω τίτλο
4. αντιφωνώ σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)
5. προσθέτω κάτι επεξηγηματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωνώ (< φωνή)].